-
1 ἰγνύα
A the part behind the thigh and knee, ham,κατ' ἰγνύην βεβλημένος Il.13.212
;παρ' ἰγνύῃσιν ἕλιξε κέρκον Theoc.25.242
, cf. 26.17, AP12.176 (Strat.), APl.4.253: also in Prose, Hp.Fract.13, Ruf.Onom. 121; τὸ μόριον τὸ τῆς ἅλσεως κύριον ([etym.] καλεῖται δὲ τοῦτο ἰγνύα) Arist.HA 515b8: acc. sg.ἰγνύαν Phld.Acad.Ind.p.50
M.;περὶ τὴν ἰγνύαν Plu.Art.11
: dat. pl. , Luc.VH1.23. —From a nom. [full] ἰγνύς, ύος, ἡ, we find dat. pl. , v.l. in Luc. l.c.: acc. (v.l. -ύην), Agatharch.53; dat.ἰγνύι Gal.10.902
: gen. pl. , Herod.1.14: acc. pl. ἰγνύας is indeterminate, Plu.Galb.26. [[pron. full] ῡ in ἰγνύη, v. ll.cc.; but [pron. full] ῠ in ἰγνύων, ἰγνύσι.]
См. также в других словарях:
ιγνύα — η (Α ἰγνύα, ιων. τ. ἰγνύη) κοιλότητα στο πίσω μέρος τής επιφάνειας τού γόνατος («κατ ἰγνύην βεβλημένος», Ομ. Ιλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < εν (με ι αντί ε προ ερρίνου) + γνυη που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα γνυ τού γόνυ] … Dictionary of Greek